μέτοικος

μέτοικος
μέτοικος, , ,
A settler from abroad, alien resident in a foreign city, denizen, A.Th.548, Supp.994, Hdt.4.151, etc.; esp. at Athens, Th. 2.13, And.1.15, etc.; ξένος λόγῳ μ., opp. ἐγγενής, S.OT452, cf. Ar. Ach.508, Eq.347, SIG799.25 (Cyzic., i A.D.); μ. γῆς one who has settled in a country, A.Pers.319; μ. δόμων, χώρας, Id.Ch.971 (lyr.), S.OC934;

ἐν τῇ τῶν πλησίον And.1.144

; βροτοῖς οὔτε <νεκρὸς> νεκροῖσιν μέτοικος, οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν whose home is neither with the living nor the dead, S.Ant.852 (lyr.): metaph., of birds, as sojourners in the heavens, A.Ag.57 (anap.).
2 occupant of the same house with another, Sammelb.5837 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέτοικος — settler from abroad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — ο, η αυτός που κατοικεί σε ξένο τόπο, ο μετανάστης: Αναγκάστηκε να γίνει μέτοικος σε πόλεις της Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • МЕТЕК —    • Μέτοικος,          см. Ξένος, Иностранец …   Реальный словарь классических древностей

  • μετοίκοις — μέτοικος settler from abroad masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκου — μέτοικος settler from abroad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκους — μέτοικος settler from abroad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκων — μέτοικος settler from abroad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκῳ — μέτοικος settler from abroad masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικε — μέτοικος settler from abroad masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικοι — μέτοικος settler from abroad masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”